- πάνδεινον
- πάνδεινοςall-dreadfulmasc/fem acc sgπάνδεινοςall-dreadfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάνδεινος — (I) ο ζωολ. γένος αραχνιδίων τής τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο. (II) η, ο / πάνδεινος, ον, ΝΑ δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ… … Dictionary of Greek